- εμπορεύομαι
- (AM ἐμπορεύομαι)1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.)2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ' ἡμῶν οἰκείτωσαν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐμπορευέσθωσαν αὐτήν», ΠΔβ. «Ἀσπασία ἡ σωκρατικὴ ἐνεπορεύετο πλήθη καλῶν γυναικῶν», Αθήν.)3. μτφ. καπηλεύομαι («ἐμπορεύεται τὴν φιλοσοφίαν», Φίλ.)νεοελλ.1. κάνω εμπόριο, αγοράζω και πουλώ κάτι για να κερδίσω από την αγοραπωλησία («εμπορεύεται κρασιά»)2. (η μτχ. εν. ως ουσ.) ο εμπορευόμενοςο έμποροςμσν.βρίσκω, αποκτώαρχ.1. πορεύομαι, οδεύω, ταξιδεύω («ξένην ἔπι... γαῑαν ἐμπορεύεται», Σοφ.)2. (απολ.) περπατώ3. ταξιδεύω για εμπόριο ή για δουλειά4. προχωρώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι5. μτφ. κερδοσκοπώ6. (με αιτ. πράγμ.) εισάγω (α. «πορφύραν εμπορευόμενος», Διογ. Λ.β. «εἰχόμην ἄν τῷ γελοίῳ γλαῡκας ὡς ἀληθῶς ἐμπορευόμενος», Λουκ.)7. (με αιτ. προσ.) εξαπατώ για να κερδίσω κάτι («πλαστοῑς λόγοις ὑμᾱς ἐμπορεύσονται», ΚΔ Πέτρ.)8. ενεργώ με δόλο, απατηλά.
Dictionary of Greek. 2013.